- βήσαλον
- βήσαλον (or [pref] βις-), τό,A brick, Alex.Trall.9.2:—hence [full] βησαλικόν, τό, brick-work, Hero *Stereom.1.76.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βήσαλο — το (AM βήσαλον) τούβλο νεοελλ. κομμάτι, θραύσμα από τούβλο ή κεραμίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
βότσαλο — το μικρό αποστρογγυλωμένο λιθαράκι στις παραλίες και τις όχθες ποταμών, χαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βήσαλον* ή κατ άλλους < ιταλ. bozzolo «κουκούλι, σβώλος»] … Dictionary of Greek